Ματθαίος

Ματθαίος
ο
1. μαθητής του Χριστού και ένας από τους τέσσερις ευαγγελιστές.
2. Ματθαίος, ο και Μαθιός, ο και Μάνθος, ο σύγχρονο κύριο όνομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το …   Dictionary of Greek

  • Ματθαίος Καντακουζηνός — Βλ. λ. Καντακουζηνός. Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, της οποίας τα μέλη έδρασαν στην Κωνσταντινούπολη και στις βυζαντινές κτήσεις της Πελοποννήσου (4.) …   Dictionary of Greek

  • Χατζάκος, Ματθαίος — (1861 – 1941). Ανώτατος δικαστικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο στον οποίο διακρίθηκε ιδιαίτερα. Για τη βαθύτατη γνώση του των νόμων και της ορθής ερμηνείας του διετέλεσε δύο φορές υπουργός… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Ματθαίος — Sp Ãgios Matėjas Ap Άγιος Ματθαίος/Agios Matthaios L Graikija (Kerkyros s.) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άγιος Ματθαίος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.583 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκιμμαίων του νομού Κερκύρας …   Dictionary of Greek

  • Βλαστάρις, Ματθαίος — (αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός νομοκανονολόγος. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, παρά μόνο ότι έζησε στο Άγιον Όρος και στη Θεσσαλονίκη. Το 1335 φαίνεται πάντως ότι ήταν ώριμος ήδη συγγραφέας, αφού είναι γνωστό ότι τον χρόνο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Δεβαρής, Ματθαίος — (Κέρκυρα αρχές 16ου αι. – Ρώμη 1581). Λόγιος της Αναγέννησης. Μετά τις σπουδές του στη Ρώμη και την προσχώρησή του στην Δυτ. Καθολική Εκκλησία, υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος ή δάσκαλος της ελληνικής στα ανάκτορα διαφόρων καρδινάλιων (Ριντόλ,… …   Dictionary of Greek

  • Καμαριώτης, Ματθαίος — (Θεσσαλονίκη, ; – 1489). Λόγιος. Ξεκίνησε από το 1435 να διδάσκει φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μάλιστα μαθητή τον κατοπινό πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Μετά την Άλωση χρημάτισε δάσκαλος της Πατριαρχικής Σχολής, που ιδρύθηκε τότε από …   Dictionary of Greek

  • Καρυοφύλλης, Ματθαίος-Ιωάννης — (Χανιά 1566 – 1635). Λόγιος και καθολικός κληρικός. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στη Ρώμη και χειροτονήθηκε διάκονος. Μεταξύ 1597 και 1601 διετέλεσε επίσκοπος Κισσάμου στην Κρήτη, αλλά εκδιώχθηκε λόγω της πολεμικής του ενάντια στην Ορθόδοξη… …   Dictionary of Greek

  • Καφάτος, Ματθαίος — (12ος αι.). Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν ένας από τους δώδεκα γιους αρχοντικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης, τους οποίους έστειλε στην Κρήτη ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ Κομνηνός (1180 83), για να στελεχώσουν τη φεουδαρχική διάρθρωση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”